κνημιδοφόρος

κνημιδοφόρος
-ο (Α κνημιδοφόρος, -ον)
αυτός που φορά περικνημίδες («θωρηκοφόροι... και κνημιδοφόροι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνημίς-, -ῖδος + -φόρος (< φόρος < φέρω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κνημιδωτός — κνημιδωτός, ή, όν (Α) [κνημίς] κνημιδοφόρος* …   Dictionary of Greek

  • κνημιδοφόροι — κνημῑδοφόροι , κνημιδοφόρος wearing greaves masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”